ὠφελίμους

ὠφελίμους
ὠφέλιμος
helping
masc acc pl
ὠφέλιμος
helping
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • βιολογία — Επιστήμη που ερευνά τους γενικούς νόμους που διέπουν τη ζωή. Ο όρος χρησιμοποιείται άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που ερευνά τις σχέσεις μεταξύ των ζωντανών οργανισμών και του περιβάλλοντός τους και άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που… …   Dictionary of Greek

  • εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… …   Dictionary of Greek

  • καλόκαρπος — καλόκαρπος, ον (Μ) (για δένδρα) αυτός που έχει ή παράγει καλούς και ωφέλιμους καρπούς …   Dictionary of Greek

  • Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… …   Dictionary of Greek

  • Καλλονάς, Γαβριήλ — (Άνδρος 1724 – Ντιέντες, Ουγγαρία 1795). Λόγιος κληρικός. Φοίτησε σε σχολείο της Σμύρνης και σπούδασε στην Αθωνιάδα σχολή. Χρημάτισε διαδοχικά γραμματέας του συγγενή του πατριάρχη Αλεξανδρείας, Ματθαίου, δάσκαλος σε φαναριώτικες οικογένειες της… …   Dictionary of Greek

  • Μπέιλσταϊν, Φρίντριχ Κόνραντ — (Πετρούπολη 1838 – 1906). Ρώσος χημικός, γερμανικής καταγωγής. Σπούδασε με τον Μπούνσεν στο πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης. Ασχολήθηκε με την οργανική χημεία και υπήρξε σημαντική η συμβολή του στη μελέτη των αρωματικών παραγώγων του νατρίου και… …   Dictionary of Greek

  • νοημοσύνη ή νόηση — Ο όρος χρησιμοποιείται στην τρέχουσα γλώσσα με διάφορες σημασίες, που άλλοτε αναφέρονται σε φιλοσοφικές και μεταφυσικές έννοιες και άλλοτε σε γεγονότα της πρακτικής ζωής. Ο μέσος άνθρωπος θεωρεί τη ν. ως ιδιαίτερη ικανότητα του πνεύματος, μια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”